- ὑποδίκους
- ὑπόδικοςbrought to trialmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повиньникъ — ПОВИНЬНИК|Ъ (9), А с. 1.Тот, кто подвластен, подчинен комул.: Бѹди св‹оимъ› повиньникомъ страшьнъ сана ради. а любьзнъ поданиемь милостынѧ. (τοῖς ὑπηκόοις) Изб 1076, 26; к судь˫амъ… буди своимъ повиньникомъ. дѡбръ. и тихъ в нарѧдѣ. МПр XIV2, 19… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… … Dictionary of Greek
κλαβικουλάριοι — κλαβικουλάριοι, οἱ (Μ) εκτελεστικά όργανα που ήταν εντεταλμένα να δένουν τους υποδίκους ή τους καταδίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. λατ. clavicularius «κλειδούχος»] … Dictionary of Greek